λικνίζω

λικνίζω
(Α λικνίζω) [λίκνον]
νεοελλ.
1. κινώ παλινδρομικά την κούνια για να κοιμίσω το μωρό μέσα σ' αυτήν
2. (γενικά) κινώ κάτι παλινδρομικά σαν κούνια
3. καθησυχάζω, βαυκαλίζω, αποκοιμίζω κάποιον με απατηλές ελπίδες
αρχ.
λικμίζω, λιχνίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λικνίζω — λικνίζω, λίκνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λικνίζω — λίκνισα, λικνίστηκα, λικνισμένος, κουνώ την κούνια του μωρού, κουνώ κάτι απαλά και παλινδρομικά: Η κοπέλα λίκνισε τη μέση της στο ρυθμό της μουσικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λίκνιση — (Αστρον.). Μικρή ταλάντωση του ορατού ημισφαιρίου της Σελήνης σε σχέση με το κέντρο της Γης. Η λ. της Σελήνης ανακαλύφθηκε από τον Γαλιλαίο και διακρίνονται έξι τύποι της: α) λ. κατά πλάτος, που οφείλεται στο γεγονός ότι ο ισημερινός της Σελήνης… …   Dictionary of Greek

  • αλίκνιστος — η, ο [λικνίζω] 1. αυτός που δεν λικνίστηκε, δεν κουνήθηκε στην κούνια του, ακούνητος 2. αυτός που δεν παρηγορήθηκε ή δεν καθησυχάστηκε με απατηλές υποσχέσεις …   Dictionary of Greek

  • ανακουνώ — ( άω) ανακινώ, αναταράζω, κουνάω παλινδρομικά (την κούνια τού παιδιού), λικνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κουνώ. ΠΑΡ. ανακούνημα] …   Dictionary of Greek

  • λίκνισμα — το [λικνίζω] 1. παλινδρομική κίνηση τής κούνιας τού μωρού, το κούνημα τής κούνιας 2. κάθε ρυθμική παλινδρομική κίνηση, αιώρηση, ταλάντωση, κούνημα …   Dictionary of Greek

  • λεικνίζω — (Α) (εσφ. γρφ.) βλ. λικνίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”